εἴποιμ'

εἴποιμ'
εἴποιμι , εἶπον
said
aor opt act 1st sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κομψευριπικώς — κομψευριπικῶς και κομψευριπιδικῶς (Α) επίρρ. με κομψεύματα τού Ευριπίδη, με κομψολογήματα («εἴποιμ ἂν αὐτὸ δῆτα κομψευριπικῶς», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κομψευριπιδικῶς, με απλολογία (< κομψός + Ευριπίδης)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”